διάλειμμα(ディアーリマ)は「休憩、ひと休み、中断、休止期」という意味の中性名詞です。
目次
διάλειμμα(ディアーリマ)- 語源・由来
古代ギリシャ語から借用された単語です。原義は「空白」や「中断」など。
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語:διά-|何かを介して、何かの間を…などを表す接頭辞
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語:λείπω|不在にする、欠席する、欠ける
- διαλείπω|断続的に行動する、中断する
- -μα|動詞から中性名詞を形成する接尾辞
- 古代ギリシャ語:διάλειμμα|空白、無、中断
- ギリシャ語:διάλειμμα|休憩、ひと休み、中断、休止期
- 古代ギリシャ語:διάλειμμα|空白、無、中断
一時的な中断(休憩)やその期間、活動や状況が(継続的でなく)断続的であることなどを表します。
Mετά την πρώτη πράξη του έργου γίνεται διάλειμμα.
劇の第一幕の後に休憩がある。
After the first act of the play, there is a break.
Tο σχολικό διάλειμμα, ανάμεσα σε δύο διδακτικές ώρες.
2つの授業時間の間にある、学校の休み時間。
The school break, between two teaching hours.
Σήμερα είχε λιακάδα με διαλείμματα βροχής.
今日は晴れ間に雨による中断があった→今日は晴れたり雨が降ったりした。
Today there were sunny periods with breaks of rain.
指小辞-άκιと組み合わさった単語διαλειμματάκι(ディアリマターキ)は「小さな、ちょっとの休憩」を意味します。
Aς κάνουμε ένα διαλειμματάκι για να ξεκουραστούμε.
少し休憩をとって一息つこう。
Let's take a little break to rest.
διάλειμμα(ディアーリマ)- 関連項目
同じ分類 [時間] の単語
- αιώνιος|永遠の、不滅の、不屈の
- δύση|西、日没(時)
- καινούριος|新しい
- αιώνας|世紀・百年紀、代(地質年代)、時代
- παντοτινός|永遠の
- καινούργιος|新しい
- ώρα|…時、時間
- νέος|新しい、若い
- αθάνατος|不死の、不滅の、永遠の
同じ分類 [言動] の単語
- φθόνος|羨望、嫉妬、妬み
- ζήλια|嫉妬、妬み、羨望
- αγώνας|闘い、戦い、努力、試合、大会
- αποχαιρετισμός|別れ・別離、別れの言葉・別れの挨拶
- σύγκρουση|争い、衝突
- ζηλοφθονία|嫉妬、強い嫉妬、羨望
- αναλήθεια|嘘、不真実
- αλήθεια|真実、真理、事実
- ψέμα|嘘
同じ分類 [リラクゼーション] の単語
- χαλαρός|リラックスした、緩んだ、たるんだ
- διαλογισμός|瞑想
- ηρεμία|落ち着き、平穏、平和、静けさ
- χαλάρωση|リラクゼーション、リラックスすること
- συγκέντρωση|集中、集まり、収集、濃度
- πεζοπορία|ハイキング、ウォーキング
- περπάτημα|歩行、歩くこと、ウォーキング
- θεραπεία|癒やし、ヒーリング、治療、セラピー
同じ品詞 [中性名詞] の単語
- βουλοκέρι|封蝋、シーリングワックス
- κρίνο|ユリ
- ρόδο|バラ
- πυρ|火、発砲・発射・射撃、非難・攻撃
- ακτινίδιο|キウイフルーツ
- νήμα|糸、毛糸、編み糸、織り糸
- αχλάδι|洋梨
- γρανάζι|歯車
- αστέρι|星
- γραφείο|机、事務所
同じ品詞 [中性名詞-μα-ματα] の単語
- ψάρεμα|釣り、魚釣り
- περπάτημα|歩行、歩くこと、ウォーキング
- ποίημα|詩
- κρατέρωμα|青銅、ブロンズ
- απόφθεγμα|格言、名言
- ψέμα|嘘
- διάστημα|間隔・隔たり・期間、空白・スペース、宇宙・宇宙空間・外宇宙、音程
- ένδυμα|服・衣服、ドレス
- απολίθωμα|化石
- πέτρωμα|岩石、岩
関連カテゴリー
διάλειμμα(ディアーリマ)- 中性名詞
主な意味
- 休憩、ひと休み、中断、休止期
読み方
- ディアーリマ|διάλειμμα
ラテン文字(ローマ字)表記
- dialeimma
英語訳
- break
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | διάλειμμα ディアーリマ | διαλείμματα ディアリーマタ |
属格 | διαλείμματος ディアリマトス | διαλειμμάτων ディアリマートン |
対格 | διάλειμμα | διαλείμματα |
呼格 | διάλειμμα | διαλείμματα |