καινούργιος(ケヌルギオス)は「新しい」という意味の形容詞です。
Contents
καινούργιος - 語源・由来・派生
古代ギリシャ語由来の単語です。
日常的に用いられる単語ですが、より現代的に綴るならκαινούριοςとなります(γがない)。
- 印欧祖語*ken-新しい
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語καινός新しい(古:最近の、新鮮な、見慣れない)
- 古代ギリシャ語καινός + -ουργός + -ιος新しい + 作るもの + 形容詞化の接尾辞
- 古代ギリシャ語・カサレヴサκαινουργής新しい
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語καινούργιος新しい
- ギリシャ語καινούριος 新しい(現代的な綴り方)
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語καινούργιος新しい
- 古代ギリシャ語・カサレヴサκαινουργής新しい
- 古代ギリシャ語καινός + -ουργός + -ιος新しい + 作るもの + 形容詞化の接尾辞
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語καινός新しい(古:最近の、新鮮な、見慣れない)
用法

καινούργιο αυτοκίνητο
ケヌルギオ アフトキーニト
新しい車
new car

καινούργια έκδοση
ケネルギア エークドシ
新版、ニューエディション
new edition, new version
類義語
- νέος新しい、若い、若々しい、現代的な
- καινούριος新しい(καινούργιοςの現代的な綴り方)
- καινουργής新しい(フォーマルな言い方)
- καινός新しい(古い言い方)
- πρόσφατος最近の
- νεαρός若い
καινούργιος - 形容詞
主な意味
- 新しい
読み方
ケヌルギオス
ラテン文字(ローマ字)表記
kainourgios
英語訳
- new
語形変化
単数
男性 | 女性 | 中性 | |
---|---|---|---|
主格 | καινούργιος | καινούργια | καινούργιο |
属格 | καινούργιου | καινούργιας | καινούργιου |
対格 | καινούργιο | καινούργια | καινούργιο |
呼格 | καινούργιε | καινούργια | καινούργιο |
複数
男性 | 女性 | 中性 | |
---|---|---|---|
主格 | καινούργιοι | καινούργιες | καινούργια |
属格 | καινούργιων | καινούργιων | καινούργιων |
対格 | καινούργιους | καινούργιες | καινούργια |
呼格 | καινούργιοι | καινούργιες | καινούργια |
καινούργιος - 関連項目
同じ品詞 [形容詞] の単語
- τριανταφυλλής|バラ色の
- αιώνιος|永遠の、不滅の、不屈の
- φωτεινός|明るい、輝いた
- άσπρος|白い、白色の
- ζυγός|天秤ばかり、てんびん座、くびき、偶数の
- ερυθροκύανος|紫色の
- πορτοκαλής|オレンジ色の
- παντοδύναμος|神・全能神・全能者、全能の・万能の
- μαύρος|黒い、黒色の
- λιλά|ライラック(色)