παντοτινός(パンドディノス)は「永遠の」という意味の形容詞です。
目次
παντοτινός(パンドディノス)- 語源・由来
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語:πάντοτε|いつも
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語:-ιος|形容詞化の接尾辞
- ギリシャ語:παντοτινός|永遠の
類義語
παντοτινός(パンドディノス)- 関連項目
同じ分類 [時間] の単語
- διάλειμμα|休憩、ひと休み、中断、休止期
- καινούργιος|新しい
- αθάνατος|不死の、不滅の、永遠の
- ώρα|…時、時間
- δύση|西、日没(時)
- αιώνας|世紀・百年紀、代(地質年代)、時代
- νέος|新しい、若い
- πρωινός|朝の
- αιώνιος|永遠の、不滅の、不屈の
同じ品詞 [形容詞] の単語
- παρθένος|乙女、処女、おとめ座
- ερυθρός|赤い
- ιώδης|スミレ色の
- λιλά|ライラック色
- αιώνιος|永遠の、不滅の、不屈の
- βιολετής|スミレ色の
- λουλακής|インディゴブルーの、藍色の、深い・濃い青色の
- χαλαρός|リラックスした、緩んだ、たるんだ
- αξιωματικός|正式の、権威ある、自明の、公理の/将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)
- λευκός|白い
παντοτινός(パンドディノス)- 形容詞
主な意味
- 永遠の、永遠に続く
読み方
- パンドディノス|παντοτινός
ラテン文字(ローマ字)表記
- pantotinos
英語訳
- eternal, everlasting
語形変化
単数
男性 | 女性 | 中性 | |
---|---|---|---|
主格 | παντοτινός パンドティノス | παντοτινή パンドティニ | παντοτινό パンドティノ |
属格 | παντοτινού | παντοτινής | παντοτινού |
対格 | παντοτινό | παντοτινή | παντοτινό |
呼格 | παντοτινέ | παντοτινή | παντοτινό |
複数
男性 | 女性 | 中性 | |
---|---|---|---|
主格 | παντοτινοί | παντοτινές | παντοτινά |
属格 | παντοτινών | παντοτινών | παντοτινών |
対格 | παντοτινούς | παντοτινές | παντοτινά |
呼格 | παντοτινοί | παντοτινές | παντοτινά |
用例
- παντοτινή αγάπη
パンドティニ アガーピ
永遠の愛
- Είμαστε παντοτινοί φίλοι.
イマステ パンドティノス フィーリ
私たちはずっと友達です。