πέτρα(ペトゥラ)は「岩、石」という意味の女性名詞です。
目次
πέτρα(ペトゥラ)- 語源・由来
古代ギリシャ語由来の単語です。起源は不明。
- 古代ギリシャ語:πέτρα|岩、石(崖・岩棚・洞窟などの地形/建材としての石)
- ギリシャ語:πέτρα|岩、石
πέτρα(ペトゥラ)- 関連項目
同じ分類 [材料] の単語
- λάσπη|泥
- χάλυβας|鋼鉄
- κοχύλι|貝殻
- άργιλος|粘土
- κροκάλα|小石、玉石、礫
- βότσαλο|小石、玉石、礫
- κλωστή|糸
- κρατέρωμα|青銅、ブロンズ
- λίθος|石
- ορείχαλκος|黄銅、真鍮、ブラス
同じ分類 [物質] の単語
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- αγκινάρα|アーティチョーク
- θεραπεία|癒やし、ヒーリング、治療、セラピー
- ποίηση|詩、韻文
- γνώση|知識
- αρχιτεκτονική|建築
- σελήνη|月、衛星、セレーネ
- ανάφλεξη|発火、点火
- Κόμη Βερενίκης|かみのけ座
- ευχαρίστηση|喜び、楽しみ、快楽、快感
- συγκέντρωση|集中、集まり、収集、濃度
同じ品詞 [女性名詞-α-ες] の単語
- ολιγοζωία|短命
- τροχαλία|滑車
- ευδαιμονία|至福、無上の喜び、繁栄・成功した状態
- ανάσα|呼吸、息、息抜き、休息
- κοπέλα|女の子、若い女性、ガールフレンド
- καταιγίδα|雷雨
- ανασαιμιά|呼吸、息、息抜き、休息
- πραγματικότητα|現実、現存
- αγκινάρα|アーティチョーク
- γυναίκα|女性、妻
関連ページ
関連カテゴリー
πέτρα(ペトゥラ)- 女性名詞
主な意味
- 岩、石
読み方
- ペトゥラ|πέτρα
ラテン文字(ローマ字)表記
- petra
英語訳
- rock, stone
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | πέτρα ペトゥラ | πέτρες ペトゥレス |
属格 | πέτρας | πετρών |
対格 | πέτρα | πέτρες |
呼格 | πέτρα | πέτρες |
用例

Αυτό το ψωμί είναι σκληρό σαν πέτρα.
アフトー ト プソミ イネ スクリロ サン ペトゥラ
このパンは岩のようにかたい。