άργιλος(アルギロス)は「粘土」という意味の男性名詞です。
目次
άργιλος(アルギロス)- 語源・由来
古代ギリシャ語(ἄργιλος)を継承。
同義語にπηλός(ピロース)という単語もあります。
άργιλος(アルギロス)- 関連項目
同じ分類 [材料] の単語
- πηλός|粘土
- νήμα|糸、毛糸、編み糸、織り糸
- λίθος|石
- ορείχαλκος|黄銅、真鍮、ブラス
- λάσπη|泥
- σπάγκος|糸、ひも・紐
- κρατέρωμα|青銅、ブロンズ
- άμμος|砂、砂地、砂浜
- χορδή|弦・弓弦
同じ分類 [物質] の単語
- βότσαλο|小石、玉石、礫
- δηλητήριο|毒、毒物
- λάσπη|泥
- κροκάλα|小石、玉石、礫
- πέτρα|岩、石
- φαρμάκι|毒、毒物、苦味
- άμμος|砂、砂地、砂浜
- νερό|水
- πάγος|氷
同じ品詞 [男性名詞] の単語
- χάλυβας|鋼鉄
- πόλεμος|戦争
- άντρας|男性、夫
- Καρκίνος|かに座、蟹座
- βορράς|北
- Ιάπωνας|日本人男性
- αερόλιθος|隕石
- ίππος|馬、あん馬・鞍馬、馬力、ナイト(チェス)
- τρελός|狂った、正気でない、愚かな/狂人、ビショップ(チェス)、愚者(タロット)
同じ品詞 [男性名詞-ος-οι] の単語
- φάκελος|封筒、フォルダ
- αρωματοποιός|調香師
- σκύλος|犬(オス)
- πύργος|塔・タワー、ルーク(チェス)、タレット・小塔、回転砲塔
- μαϊντανός|パセリ
- όρος|条件、条項、期間・期限、用語・項/山
- διαλογισμός|瞑想
- κύριος|神、主
- τάφος|墓
- σύζυγος|配偶者、夫、妻
関連ページ
関連カテゴリー
άργιλος(アルギロス)- 男性名詞
主な意味
- 粘土
読み方
- アルギロス|άργιλος
ラテン文字(ローマ字)表記
- argilos
英語訳
- clay
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | άργιλος アルギロス | άργιλοι アルギリ |
属格 | αργίλου | αργίλων |
対格 | άργιλο | αργίλους |
呼格 | άργιλε | άργιλοι |