κροκάλα(クロカーラ)は「小石、玉石、礫」という意味の女性名詞です。
目次
κροκάλα(クロカーラ)- 語源・由来
古代ギリシャ語のκροκάληを継承。
κροκάλα(クロカーラ)- 関連項目
同じ分類 [材料] の単語
- χάλυβας|鋼鉄
- άμμος|砂、砂地、砂浜
- λάσπη|泥
- σπάγκος|糸、ひも・紐
- ορείχαλκος|黄銅、真鍮、ブラス
- άργιλος|粘土
- κρατέρωμα|青銅、ブロンズ
- όστρακο|貝殻
- κοχύλι|貝殻
同じ分類 [物質] の単語
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- σκιά|影、日陰、陰
- μακροημέρευση|長寿、長命、長生き
- παρτιτούρα|楽譜
- δύση|西、日没(時)
- ανεμώνη|アネモネ
- γαρδένια|クチナシ、梔子
- τράπεζα|銀行、テーブル
- ζήλια|嫉妬、妬み、羨望
- αγάπη|愛、アガペー
同じ品詞 [女性名詞-α-ες] の単語
- πατρίδα|祖国、母国、故郷、出生地、発祥地
- συμπάθεια|同情、思いやり、シンパシー、共感
- βερικοκιά|アンズの木
- βασίλισσα|女王、王妃、クイーン(チェス)
- λατρεία|崇拝、大きな愛、愛する人
- κορόνα|王冠、フェルマータ、クローナ、クローネ
- παροιμία|ことわざ、諺
- χαρά|喜び、嬉しさ、楽しみ
- τουλίπα|チューリップ
- πιτσιλιά|水しぶき、(液体の)はね、しみ
関連ページ
関連カテゴリー
κροκάλα(クロカーラ)- 関連項目
主な意味
- 小石、玉石、礫
読み方
- クロカーラ|κροκάλα
ラテン文字(ローマ字)表記
- krokala
英語訳
- cobblestone, cobble
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | κροκάλα クロカーラ | κροκάλες クロカーレス |
属格 | κροκάλας | κροκαλών |
対格 | κροκάλα | κροκάλες |
呼格 | κροκάλα | κροκάλες |