αγκινάρα(アンギナーラ)は「アーティチョーク、チョウセンアザミ、カルドン」という意味の女性名詞です。
目次
αγκινάρα(アンギナーラ)- 語源・由来
古代ギリシャ語のκινάρα(アーティチョーク、特に栽培されていたもの)から。
チョウセンアザミ(アーティチョーク)、近縁種のカルドンともにこの単語で表します。属名のCynaraもκινάραに由来。
αγκινάρα(アンギナーラ)- 関連項目
同じ分類 [野菜] の単語
同じ分類 [食べ物] の単語
- ζυμαρικό|パスタ
- ροδάκινο|桃
- φράουλα|イチゴ、苺
- λεμόνι|レモン
- κανέλα|シナモン(スパイス)
- κίτρο|シトロン
- μαρούλι|レタス
- σέλινο|セロリ
- αχλαδόμηλο|ナシ、梨、和梨
- κεράσι|サクランボ
同じ分類 [植物] の単語
- φράουλα|イチゴ、苺
- βερικοκιά|アンズの木
- ιπομοία|アサガオ
- ορτανσία|アジサイ
- λινάρι|亜麻
- καρύδα|ココナッツ
- γαρδένια|クチナシ、梔子
- κολοκύθα|カボチャ、南瓜
- αχλαδόμηλο|ナシ、梨、和梨
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- ιπομοία|アサガオ
- Ιαπωνία|日本
- άμμος|砂、砂地、砂浜
- τροχαλία|滑車
- νότα|音符
- έκλειψη|蝕、食
- ενσυναίσθηση|共感、エンパシー
- Κόμη Βερενίκης|かみのけ座
- μαγεία|魔法、魔術、呪術、妖術、邪術
- χελώνα|カメ、亀、リクガメ
同じ品詞 [女性名詞-α-ες] の単語
- ανάσα|呼吸、息、息抜き、休息
- θεότητα|神・女神、神々、神性、神格
- κοπέλα|女の子、若い女性、ガールフレンド
- πυγολαμπίδα|ホタル、蛍
- φωτιά|火、炎、火事・火災、火をつける手段
- οικονομία|経済
- κορόνα|王冠、フェルマータ、クローナ、クローネ
- μακροβιότητα|長寿、長命、長生き
- αγρυπνία|不眠、徹夜、徹夜祷・ヴィジリア
- σκιά|影、日陰、陰
関連ページ
関連カテゴリー
αγκινάρα(アンギナーラ)- 女性名詞
主な意味
- アーティチョーク、チョウセンアザミ
- カルドン
読み方
- アンギナーラ|αγκινάρα
ラテン文字(ローマ字)表記
- agkinara
英語訳
- artichoke (Cynara scolymus)
- cardoon (Cynara cardunculus)
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | αγκινάρα アンギナーラ | αγκινάρες アンギナーレス |
属格 | αγκινάρας | αγκιναρών |
対格 | αγκινάρα | αγκινάρες |
呼格 | αγκινάρα | αγκινάρες |