ερευνήτρια(エレヴニトゥリア)は「研究者、探偵(女)」という意味の女性名詞です。探偵の意味で用いる場合、ふつうは警察関係者ではない、いわゆる私立探偵を指します。
目次
ερευνήτρια(エレヴニトゥリア)- 語源・由来
έρευνα(研究、調査)から。
- ερευνώ|研究する、調査する
- ερευνητής|研究者(男)
- ερευνήτρια|研究者(女)
ερευνήτρια(エレヴニトゥリア)- 女性名詞
主な意味
- 研究者(女)
- 探偵(女)
読み方
- エレヴニトゥリア|ερευνήτρια
ラテン文字(ローマ字)表記
- erevnitria
英語訳
- (female) research worker, researcher
- (female) detective
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | ερευνήτρια エレヴニトゥリア | ερευνήτριες エレヴニトゥリエス |
属格 | ερευνήτριας | ερευνητριών |
対格 | ερευνήτρια | ερευνήτριες |
呼格 | ερευνητή | ερευνήτριες |
ερευνήτρια(エレヴニトゥリア)- 関連項目
同じ分類 [職業] の単語
- αλιεία|漁、釣り
- αρωματοποιός|調香師
- δημιουργός|神、創造主、職人
- στρατιώτης|兵士・軍人、兵・兵卒、ポーン(チェス)
- αξιωματικός|正式の、権威ある、自明の、公理の/将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)
- τοξότης|いて座、弓兵
- ερευνητής|研究者、探偵
同じ分類 [学問] の単語
同じ分類 [科学] の単語
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- γνώση|知識
- κάρτα|カード、はがき
- σκιά|影、日陰、陰
- ψυχή|魂、心
- μάχη|戦い、闘い
- ανάσα|呼吸、息、息抜き、休息
- αδερφή|姉妹、姉、妹
- επιθυμία|欲、欲望、欲求、切望、願望
- αναπνοή|呼吸、息、息抜き、休息
- επιστολή|手紙、書簡
同じ品詞 [女性名詞-α-ες] の単語
- εφημερίδα|新聞
- Γιαπωνέζα|日本人女性
- καταιγίδα|雷雨
- βολίδα|火球、投射物
- μαγεία|魔法、魔術、呪術、妖術、邪術
- κανέλα|シナモン(スパイス)
- πέτρα|岩、石
- μακροβιότητα|長寿、長命、長生き
- βιολέτα|スミレ
- φράουλα|イチゴ、苺