έρευνα(エーレヴナ・エレヴナ)は「研究、調査」という意味の女性名詞です。
目次
έρευνα(エーレヴナ・エレヴナ)- 語源・由来
古代ギリシャ語の「尋ねる」から。
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語:ἔρομαι|尋ねる、聞く
- 古代ギリシャ語:ἔρευνα|探究、追求
- ギリシャ語:έρευνα|研究、調査
- 古代ギリシャ語:ἔρευνα|探究、追求
- ερευνώ|研究する、調査する
- ερευνητής|研究者(男)
- ερευνήτρια|研究者(女)
έρευνα(エーレヴナ・エレヴナ)- 関連項目
同じ分類 [学問] の単語
同じ分類 [科学] の単語
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- τουλίπα|チューリップ
- λατρεία|崇拝、大きな愛、愛する人
- ζωγραφική|絵、絵画
- λάσπη|泥
- βαθμολογία|成績、等級、評点、評価、採点
- κοπέλα|女の子、若い女性、ガールフレンド
- αδερφή|姉妹、姉、妹
- μοκέτα|絨毯、ラグ
- αναλήθεια|嘘、不真実
同じ品詞 [女性名詞-α-ες] の単語
- φωτογραφία|写真
- λαχτάρα|憧れ、欲望
- βασίλισσα|女王、王妃、クイーン(チェス)
- τρέλα|狂気、狂気の沙汰、精神障害
- τουλίπα|チューリップ
- κηδεία|葬儀・葬式
- οικονομία|経済
- πετονιά|釣り糸
- κροκάλα|小石、玉石、礫
- ώρα|…時、時間
関連カテゴリー
έρευνα(エーレヴナ・エレヴナ)- 女性名詞
主な意味
- 研究
- 調査
読み方
- エーレヴナ・エレヴナ|έρευνα
ラテン文字(ローマ字)表記
- erevna
英語訳
- research
- investigation
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | έρευνα エーレヴナ・エレヴナ | έρευνες エーレヴネス・エレヴネス |
属格 | έρευνας | ερευνών |
対格 | έρευνα | έρευνες |
呼格 | έρευνα | έρευνες |