γυναίκα(イネーカ)は「女・女性、妻」という意味の女性名詞です。
目次
γυναίκα(イネーカ)- 語源・由来
古代ギリシャ語の「女性、妻」から。
- 古代ギリシャ語:γυνή|女性、妻
- γυναίκα|γυνήの対格形
- ギリシャ語:γυναίκα|女性、妻
- γυναίκα|γυνήの対格形
「女性」を表す単語としてはκυρία(キリア)などもあります。
γυναίκα(イネーカ)- 関連項目
同じ分類 [家族] の単語
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- επιστολή|手紙、書簡
- δύση|西、日没(時)
- εφημερίδα|新聞
- πιτσιλιά|水しぶき、(液体の)はね、しみ
- μοκέτα|絨毯、ラグ
- ανάσα|呼吸、息、息抜き、休息
- αρχιτεκτονική|建築
- παρθένος|乙女、処女、おとめ座
- σελήνη|月、衛星、セレーネ
- βαθμολογία|成績、等級、評点、評価、採点
同じ品詞 [女性名詞-α-ες] の単語
- πυγολαμπίδα|ホタル、蛍
- ευδαιμονία|至福、無上の喜び、繁栄・成功した状態
- βασίλισσα|女王、王妃、クイーン(チェス)
- κηδεία|葬儀・葬式
- πραγματικότητα|現実、現存
- φράουλα|イチゴ、苺
- ορτανσία|アジサイ
- πικραλίδα|タンポポ、チコリー
- ολιγοζωία|短命
- θεραπεία|癒やし、ヒーリング、治療、セラピー
関連ページ
関連カテゴリー
γυναίκα(イネーカ)- 女性名詞
主な意味
- 女・女性
- 妻
読み方
- イネーカ|γυναίκα
ラテン文字(ローマ字)表記
- gynaika
英語訳
- woman
- wife
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | γυναίκα | γυναίκες |
属格 | γυναίκας | γυναικών |
対格 | γυναίκα | γυναίκες |
呼格 | γυναίκα | γυναίκες |