αξιωματικός(アクシオマティコス)は「正式の、権威ある、自明の、公理の/将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)」という意味の形容詞・男性名詞です。
目次
αξιωματικός(アクシオマティコス)- 語源・由来
古代ギリシャ語の「自明の, ἀξιωματικός」を継承。英語のaxiomやaxiomaticと語源をともにします。
フランス語のofficierからの意味借用により(officerに相当)、名詞としても用いられるようになりました。
なお、チェスの駒「ビショップ」はτρελός(トゥレロース)ともいいます。狂った、愚かな…などの意味を持つ単語で、これもフランス語の用法(道化, fou)にならったものです。
- 古代ギリシャ語:ἄγω|量る、導く…
- ἄξιος| 価値のある、足りる
- -όω|動詞化の接尾辞
- ἀξιόω| ふさわしい、価値があると考える
- -μα|名詞化の接尾辞
- ἀξίωμα|適合するもの、要件・必要条件、自明の原理・公理
- -ικός|形容詞化の接尾辞
- 英語:axiom|公理、自明の理、原理
- ギリシャ語:αξίωμα|階級・役職、公理
- 古代ギリシャ語:ἀξιωματικός|名誉ある、権威のある、自明の
- 英語:axiomatic|自明の・公理の…
- ギリシャ語:αξιωματικός:(形容詞)正式の、権威ある、自明の、公理の(名詞)将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)
αξιωματικός(アクシオマティコス)- 関連項目
同じ分類 [職業] の単語
- τοξότης|いて座、弓兵
- ερευνητής|研究者、探偵
- ερευνήτρια|研究者、探偵(女)
- αλιεία|漁、釣り
- αρωματοποιός|調香師
- δημιουργός|神、創造主、職人
- στρατιώτης|兵士・軍人、兵・兵卒、ポーン(チェス)
同じ品詞 [形容詞] の単語
- τριανταφυλλής|バラ色の
- γαλανός|青色の
- γαλάζιος|青色の
- παρθένος|乙女、処女、おとめ座
- ευτυχισμένος|幸福な、幸せな、めでたい
- χαρούμενος|嬉しい、楽しい、幸せな、陽気な
- πρωινός|朝の
- όμορφος|美しい
- μαύρος|黒い・黒色の、暗い、濃い、
同じ品詞 [男性名詞] の単語
- ταύρος|おうし座、雄牛
- Ιχθύες|うお座
- όρος|条件、条項、期間・期限、用語・項/山
- κοκοφοίνικας|ココヤシ、ココナッツの木
- τοξότης|いて座、弓兵
- τρελός|狂った、正気でない、愚かな/狂人、ビショップ(チェス)、愚者(タロット)
- βορράς|北
- Χαμαιλέων|カメレオン座
- βασιλιάς|王、キング(チェス)、王者
- παντοδύναμος|神、全能者
同じ品詞 [男性名詞-ος-οι] の単語
- μονόκερως|ユニコーン、いっかくじゅう座
- σκύλος|犬(オス)
- ορείχαλκος|黄銅、真鍮、ブラス
- ήλιος|太陽、日光・昼光、ヒマワリ、ヘリオス
- ποταμός|川、河川
- όρος|条件、条項、期間・期限、用語・項/山
- θρίαμβος|勝利、征服、成功、偉業、凱旋
- άργιλος|粘土
- πολιτισμός|文明、文化
- τάφος|墓
関連カテゴリー
αξιωματικός(アクシオマティコス)- 形容詞
主な意味
- 正式の、権威ある
- 自明の、公理の
読み方
- アクシオマティコス|αξιωματικός
ラテン文字(ローマ字)表記
- axiomatikos
英語訳
- authoritative, official
- axiomatic
語形変化
男性 | 女性 | 中性 | |
---|---|---|---|
単数 | |||
主格 | αξιωματικός | αξιωματική | αξιωματικό |
属格 | αξιωματικού | αξιωματικής | αξιωματικού |
対格 | αξιωματικό | αξιωματική | αξιωματικό |
呼格 | αξιωματικέ | αξιωματική | αξιωματικό |
複数 | |||
主格 | αξιωματικοί | αξιωματικές | αξιωματικά |
属格 | αξιωματικών | αξιωματικών | αξιωματικών |
対格 | αξιωματικούς | αξιωματικές | αξιωματικά |
呼格 | αξιωματικοί | αξιωματικές | αξιωματικά |
αξιωματικός(アクシオマティコス)- 男性名詞
主な意味
- 将校・士官
- 高級船員
- ビショップ(チェス)
読み方
- アクシオマティコス|αξιωματικός
ラテン文字(ローマ字)表記
- axiomatikos
英語訳
- officer
- officer, mate
- bishop
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | αξιωματικός | αξιωματικοί |
属格 | αξιωματικού | αξιωματικών |
対格 | αξιωματικό | αξιωματικούς |
呼格 | αξιωματικέ | αξιωματικοί |