αξιωματικός

当ページのリンクには広告が含まれています。

αξιωματικός(アクシオマティコス)は「正式の、権威ある、自明の、公理の/将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)」という意味の形容詞・男性名詞です。

目次

αξιωματικός(アクシオマティコス)- 語源・由来

古代ギリシャ語の「自明の, ἀξιωματικός」を継承。英語のaxiomやaxiomaticと語源をともにします。

フランス語のofficierからの意味借用により(officerに相当)、名詞としても用いられるようになりました。

なお、チェスの駒「ビショップ」はτρελός(トゥレロース)ともいいます。狂った、愚かな…などの意味を持つ単語で、これもフランス語の用法(道化, fou)にならったものです。

  • 古代ギリシャ語:ἄγω|量る、導く…
    • ἄξιος| 価値のある、足りる
    • -όω|動詞化の接尾辞
      • ἀξιόω| ふさわしい、価値があると考える
      • -μα|名詞化の接尾辞
        • ἀξίωμα|‎適合するもの、要件・必要条件、自明の原理・公理
        • -ικός‎‎|‎形容詞化の接尾辞
          • 英語:axiom|公理、自明の理、原理
          • ギリシャ語:αξίωμα|階級・役職、公理
          • 古代ギリシャ語:ἀξιωματικός|名誉ある、権威のある、自明の
            • 英語:axiomatic|自明の・公理の…
            • ギリシャ語:αξιωματικός:(形容詞)正式の、権威ある、自明の、公理の(名詞)将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)

αξιωματικός(アクシオマティコス)- 関連項目

同じ分類 [職業] の単語

同じ品詞 [形容詞] の単語

同じ品詞 [男性名詞] の単語

同じ品詞 [男性名詞-ος-οι] の単語

関連カテゴリー

αξιωματικός(アクシオマティコス)- 形容詞

主な意味

  1. 正式の、権威ある
  2. 自明の、公理の

読み方

  • アクシオマティコス|αξιωματικός

ラテン文字(ローマ字)表記

  • axiomatikos

英語訳

  1. authoritative, official
  2. axiomatic

語形変化

男性女性中性
単数
主格αξιωματικόςαξιωματικήαξιωματικό
属格αξιωματικούαξιωματικήςαξιωματικού
対格αξιωματικόαξιωματικήαξιωματικό
呼格αξιωματικέαξιωματικήαξιωματικό
複数
主格αξιωματικοίαξιωματικέςαξιωματικά
属格αξιωματικώναξιωματικώναξιωματικών
対格αξιωματικούςαξιωματικέςαξιωματικά
呼格αξιωματικοίαξιωματικέςαξιωματικά

αξιωματικός(アクシオマティコス)- 男性名詞

主な意味

  1. 将校・士官
  2. 高級船員
  3. ビショップ(チェス)

読み方

  • アクシオマティコス|αξιωματικός

ラテン文字(ローマ字)表記

  • axiomatikos

英語訳

  1. officer
  2. officer, mate
  3. bishop

語形変化

単数複数
主格αξιωματικόςαξιωματικοί
属格αξιωματικούαξιωματικών
対格αξιωματικόαξιωματικούς
呼格αξιωματικέαξιωματικοί
著:山口 大介, イラスト:北島 志織
¥1,650 (2024/04/10 10:46時点 | Amazon調べ)
  • URLをコピーしました!
目次