αρωματοποιός(アロマトピオス)は「調香師」という意味の男性名詞です。
目次
αρωματοποιός(アロマトピオス)- 語源・由来
「香りを作る人」の意味。
対応する女性形はありませんが、そのまま女性にも用いる単語です。
- 古代ギリシャ語:ἄρωμα|ハーブ・スパイス、その他の匂い・香り
- ギリシャ語:άρωμα|良い匂い・香り、あるいは匂い、香料・香水
- 英語(ラテン語を経て):aroma
- 古代ギリシャ語:ποιέω|行う、作る、構築する…
- -ποιός|何かを作る人を表す接尾辞
- ギリシャ語:ποιώ|作る(あまり使われない。κάνωを用いる)
- αρωματοποιός|調香師
αρωματοποιός(アロマトピオス)- 関連項目
同じ分類 [職業] の単語
- αλιεία|漁、釣り
- τοξότης|いて座、弓兵
- αξιωματικός|正式の、権威ある、自明の、公理の/将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)
- στρατιώτης|兵士・軍人、兵・兵卒、ポーン(チェス)
- δημιουργός|神、創造主、職人
- ερευνητής|研究者、探偵
- ερευνήτρια|研究者、探偵(女)
同じ品詞 [男性名詞] の単語
- θεός|神
- τροχός|車輪
- διάβολος|悪魔、魔王
- πάγος|氷
- πολιτισμός|文明、文化
- τάπητας|マット、敷物
- μαϊντανός|パセリ
- δανδελίων|タンポポ
- καπνός|煙、タバコ・煙草
- κοκοφοίνικας|ココヤシ、ココナッツの木
同じ品詞 [男性名詞-ος-οι] の単語
- αερόλιθος|隕石
- δεινόσαυρος|恐竜
- ίππος|馬、あん馬・鞍馬、馬力、ナイト(チェス)
- θρύλος|伝説
- θεός|神
- αξιωματικός|正式の、権威ある、自明の、公理の/将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)
- υάκινθος|ヒヤシンス
- πολιτισμός|文明、文化
- λίθος|石
関連ページ
関連カテゴリー
αρωματοποιός(アロマトピオス)- 男性名詞
主な意味
- 調香師
読み方
- アロマトピオス|αρωματοποιός
ラテン文字(ローマ字)表記
- aromatopoios
英語訳
- perfumer
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | αρωματοποιός アロマトピオス | αρωματοποιοί アロマトピー |
属格 | αρωματοποιού | αρωματοποιών |
対格 | αρωματοποιό | αρωματοποιούς |
呼格 | αρωματοποιέ | αρωματοποιοί |