λύπηは「悲しみ、哀れみ、同情、残念、遺憾」という意味の女性名詞です。
目次
λύπη(リーピ) - 語源・由来
古代ギリシャ語の「λύπη(悲しみ)」から継承。
λύπη(リーピ) - 関連項目
関連ページ
関連カテゴリー
λύπη(リーピ) - 女性名詞
主な意味
- 悲しみ
- 哀れみ、同情
- 残念、遺憾
英語訳
- sadness, sorrow
- pity
- regret
読み方
- リーピ|λύπη
ラテン文字(ローマ字)表記
- lypi
用例
- 悲しみ:
- ο θάνατος του αδελφού της τη γέμισε με λύπη / 彼女は弟の死で深い悲しみに包まれた / her brother's death filled her with sorrow
- μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες της ζωής / 私たちは人生の喜びと悲しみを分かち合う / we share the joys and sorrows of life
- 哀れみ、同情:
- δεν νιώθω καμιά λύπη γι' αυτόν / 彼に対して全く同情を感じない / I feel no pity for him
- 残念、遺憾:
- αισθάνομαι πραγματική λύπη για όσα συνέβησαν / 起きたことに本当に残念な気持ちを抱いている / I feel real sorrow for what has happened
- η κυβέρνηση εκφράζει τη λύπη της για το ατυχές συμβάν / 政府は不幸な出来事に対して遺憾の意を表明した / the government expresses its regret for the unfortunate event
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | λύπη | λύπες |
属格 | λύπης | λυπών |
対格 | λύπη | λύπες |
呼格 | λύπη | λύπες |