πόλεμος(ポーレモス・ポレモス)は「戦争」という意味の男性名詞です。
目次
πόλεμος(ポーレモス・ポレモス)- 語源・由来
古代ギリシャ語から継承された単語(πόλεμος, πτόλεμος)。
- εμφύλιος πόλεμος
エンフィリオス ポーレモス
内戦
civil war
- ιερός πόλεμος
イエロス ポーレモス
聖戦
holy war
- παγκόσμιος πόλεμος
パンゴズミオス ポーレモス
世界戦争
world war
- ψυχρός πόλεμος
プシフロス ポーレモス
冷戦
cold war
πόλεμος(ポーレモス・ポレモス)- 関連項目
同じ分類 [社会] の単語
- υφήλιος|世界
- ελευθερία|自由
- οικονομία|経済
- ειρήνη|平和、平静、調和
- σύγκρουση|争い、衝突
- ηρεμία|落ち着き、平穏、平和、静けさ
- βασιλιάς|王、キング(チェス)、王者
- αλιεία|漁、釣り
- βασίλισσα|女王、王妃、クイーン(チェス)
- αγώνας|闘い、戦い、努力、試合、大会
同じ品詞 [男性名詞] の単語
- Ηριδανός|エリダヌス座
- θρύλος|伝説
- σκύλος|犬(オス)
- κοκοφοίνικας|ココヤシ、ココナッツの木
- κύριος|神、主
- υάκινθος|ヒヤシンス
- δημιουργός|神、創造主、職人
- νάρκισσος|スイセン、ナルシスト
- ύπνος|睡眠・眠り、ヒュプノス
- μονόκερως|ユニコーン、いっかくじゅう座
同じ品詞 [男性名詞-ος-οι] の単語
- πολιτισμός|文明、文化
- θεός|神
- Ινδός|インディアン座、インダス川、インド人男性
- ορείχαλκος|黄銅、真鍮、ブラス
- ύπνος|睡眠・眠り、ヒュプノス
- μονόκερως|ユニコーン、いっかくじゅう座
- θρίαμβος|勝利、征服、成功、偉業、凱旋
- αδερφός|兄弟、兄、弟
- πάγος|氷
- αξιωματικός|正式の、権威ある、自明の、公理の/将校・士官、高級船員、ビショップ(チェス)
関連カテゴリー
πόλεμος(ポーレモス・ポレモス)- 男性名詞
主な意味
- 戦争
読み方
- ポーレモス・ポレモス|πόλεμος
ラテン文字(ローマ字)表記
- polemos
英語訳
- war
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | πόλεμος ポーレモス・ポレモス | πόλεμοι ポーレミ・ポレミ |
属格 | πολέμου πόλεμου | πολέμων |
対格 | πόλεμο | πολέμους πόλεμους |
呼格 | πόλεμε | πόλεμοι |