ατμόςは「蒸気、水蒸気」という意味の男性名詞です。
目次
ατμός(アトゥモス・アトゥモース) - 語源・由来
古代ギリシャ語の「蒸気・煙」(液体が熱で気化したもの)を表す単語ἀτμόςから。
- ἀτμός + σφαῖρα(古代ギリシャ語で球体・天体)
- ラテン語:atmosphaera
- フランス語:atmosphère
- 現代ギリシャ語:(再借用)ατμόσφαιρα | 大気、大気圏
- 英語:atmosphere
- フランス語:atmosphère
- ラテン語:atmosphaera
- ατμοσίδερο | スチームアイロン
- ατμοσφαιρικός | 大気(大気圏)の、比喩的に「雰囲気がある」
ατμός(アトゥモス・アトゥモース) - 関連項目
関連ページ
関連カテゴリー
ατμός(アトゥモス・アトゥモース) - 男性名詞
主な意味
- 蒸気、水蒸気
英語訳
- vapor, steam
読み方
- アトゥモス・アトゥモース|ατμός
ラテン文字(ローマ字)表記
- atmos
用例
- ο ατμός του νερού / 水蒸気 / water vapor
- η κουζίνα είναι γεμάτη ατμούς / キッチンは蒸気でいっぱいだ / the kitchen is full of steam
- μηχανή που κινείται με τη δύναμη του ατμού / 蒸気で動く機械(蒸気機関) / a machine powered by steam (steam engine)
- (είμαι) υπ' ατμόν / 出発準備ができている / ready to depart
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | ατμός | ατμοί |
属格 | ατμού | ατμών |
対格 | ατμό | ατμούς |
呼格 | ατμέ | ατμοί |