ατμός

当ページのリンクには広告が含まれています。

ατμόςは「蒸気、水蒸気」という意味の男性名詞です。

目次

ατμός(アトゥモス・アトゥモース) - 語源・由来

古代ギリシャ語の「蒸気・煙」(液体が熱で気化したもの)を表す単語ἀτμόςから。

  • ἀτμός + σφαῖρα(古代ギリシャ語で球体・天体)
    • ラテン語:atmosphaera
      • フランス語:atmosphère
        • 現代ギリシャ語:(再借用)ατμόσφαιρα | 大気、大気圏
        • 英語:atmosphere
  • ατμοσίδερο | スチームアイロン
  • ατμοσφαιρικός | 大気(大気圏)の、比喩的に「雰囲気がある」

ατμός(アトゥモス・アトゥモース) - 関連項目

関連ページ

関連カテゴリー

ατμός(アトゥモス・アトゥモース) - 男性名詞

主な意味

  1. 蒸気、水蒸気

英語訳

  1. vapor, steam

読み方

  • アトゥモス・アトゥモース|ατμός

ラテン文字(ローマ字)表記

  • atmos

用例

  • ο ατμός του νερού / 水蒸気 / water vapor
  • η κουζίνα είναι γεμάτη ατμούς / キッチンは蒸気でいっぱいだ / the kitchen is full of steam
  • μηχανή που κινείται με τη δύναμη του ατμού / 蒸気で動く機械(蒸気機関) / a machine powered by steam (steam engine)
  • (είμαι) υπ' ατμόν / 出発準備ができている / ready to depart

語形変化

単数複数
主格ατμόςατμοί
属格ατμούατμών
対格ατμόατμούς
呼格ατμέατμοί
  • URLをコピーしました!
目次