πέτρωμα(ペトゥロマ)は「岩石、岩」という意味の中性名詞です。
目次
πέτρωμα - 名詞(中性名詞)
主な意味
- 岩石、岩
読み方
- ペトゥロマ|πέτρωμα
ラテン文字(ローマ字)表記
- petroma
英語訳
- rock
語形変化
| 単数 | 複数 | |
|---|---|---|
| 主格 | πέτρωμα ペトゥロマ | πετρώματα ペトゥローマタ |
| 属格 | πετρώματος | πετρωμάτων |
| 対格 | πέτρωμα | πετρώματα |
| 呼格 | πέτρωμα | πετρώματα |
πέτρωμα(ペトゥロマ)- 関連項目
同じ分類 [地形] の単語
- ποταμός|川、河川
- άργιλος|粘土
- μαρούλι|レタス
- λακκούβα με νερό|水たまり
- θάλασσα|海
- βράχος|岩、崖、大きな石
- άμμος|砂、砂地、砂浜
- πηλός|粘土
- έλος|沼、沼地
同じ品詞 [中性名詞] の単語
- διαβατήριο|パスポート、旅券
- όνειρο|夢
- γραφείο|机、事務所
- ποίημα|詩
- έλος|沼、沼地
- σύμπαν|宇宙、すべての事象、森羅万象
- σκυλάκι|子犬、金魚草
- διάστημα|間隔・隔たり・期間、空白・スペース、宇宙・宇宙空間・外宇宙、音程
- ταραξάκο|タンポポ、セイヨウタンポポ
- σμαράγδι|エメラルド
同じ品詞 [中性名詞-μα-ματα] の単語
- περπάτημα|歩行、歩くこと、ウォーキング
- κύμα|波、波動
- απόφθεγμα|格言、名言
- ένδυμα|服・衣服、ドレス
- ψέμα|嘘
- κρατέρωμα|青銅、ブロンズ
- απολίθωμα|化石
- ψάρεμα|釣り、魚釣り
- στέμμα|冠・王冠・ティアラ、(太陽の)コロナ


