χαλάκι(ハラーキ)は「(小さな)ラグ」という意味の中性名詞です。
目次
χαλάκι(ハラーキ)- 語源・由来
χαλίと指小辞-άκιから。
χαλάκι - 中性名詞
主な意味
- (小さな)ラグ
読み方
- ハラーキ|χαλάκι
ラテン文字(ローマ字)表記
- chalaki
英語訳
- rug, small rug
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | χαλάκι ハラーキ | χαλάκια ハラーキア・ハラーキャ |
属格 | - | - |
対格 | χαλάκι | χαλάκια |
呼格 | χαλάκι | χαλάκια |
χαλάκι(ハラーキ)- 関連項目
同じ分類 [敷物] の単語
同じ分類 [家具] の単語
同じ品詞 [中性名詞] の単語
- δηλητήριο|毒、毒物
- λάχανο|キャベツ
- ποτό|飲み物
- βότσαλο|小石、玉石、礫
- ψάρι|魚、魚類
- κεχριμπάρι|琥珀
- απόφθεγμα|格言、名言
- φεγγάρι|月、衛星、月光
- βουλοκέρι|封蝋、シーリングワックス
- περπάτημα|歩行、歩くこと、ウォーキング
同じ品詞 [中性名詞-ι-ια] の単語
- φεγγάρι|月、衛星、月光
- πορτοκάλι|オレンジ
- πεφταστέρι|流れ星
- παιδί|子ども
- κεράσι|サクランボ
- ρουμπίνι|ルビー
- κορίτσι|女の子、少女、娘
- παραμύθι|物語、おとぎ話
- αδέρφι|兄弟、姉妹
- κεχριμπάρι|琥珀