ποτό(ポトー)は「飲み物、飲料、ドリンク」という意味の中性名詞です。
目次
ποτό(ポトー)- 語源・由来
古代ギリシャ語の「飲む(ποτόν)」が名詞化したもの(飲めるものの意)。
関連
- αλκοολούχο ποτό|アルコール飲料、酒
- μη αλκοολούχο ποτό|ノンアルコール飲料
- ενεργειακό ποτό|エナジードリンク、栄養ドリンク
- ανθρακούχο ποτό|炭酸飲料
ソフトドリンクはαναψυκτικό(アナプシクティコ)と言います。
ποτό - 中性名詞
主な意味
- 飲み物、飲料、ドリンク
読み方
- ポトー|ποτό
ラテン文字(ローマ字)表記
- poto
英語訳
- beverage, drink
語形変化
| 単数 | 複数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ποτό ポトー | ποτά ポター |
| 属格 | ποτού | ποτών |
| 対格 | ποτό | ποτά |
| 呼格 | ποτό | ποτά |
ποτό(ポトー)- 関連項目
同じ分類 [飲み物] の単語
同じ品詞 [中性名詞] の単語
- πυρ|火、発砲・発射・射撃、非難・攻撃
- τριαντάφυλλο|バラ
- χαλάκι|ラグ
- κεχριμπάρι|琥珀
- σμαράγδι|エメラルド
- κεφάλι|頭・頭部、ヘッド、思考・考え、頭脳
- φεγγάρι|月、衛星、月光
- σύννεφο|雲
- κοράκι|カラス・烏・鴉
- ελάφι|シカ・鹿、オスの鹿
同じ品詞 [中性名詞-ο-α] の単語
- διαβατήριο|パスポート、旅券
- σύννεφο|雲
- βότσαλο|小石、玉石、礫
- όνειρο|夢
- όστρακο|貝殻
- αχλαδόμηλο|ナシ、梨、和梨
- τριαντάφυλλο|バラ
- ακτινίδιο|キウイフルーツ
- διαδίκτυο|インターネット
- βουνό|山


