μετεωρίτης(メテオリーティス)は「隕石」という意味の男性名詞です。
目次
μετεωρίτης - 語源・由来・派生
フランス語の「隕石」からの翻訳借用です。αερόλιθος(アエロリソス・アエロリトス)とも言います。
借用語ですが、元の単語それぞれは古代ギリシャ語由来となります。
- 古代ギリシャ語:μετά|間に、真ん中に
- 古代ギリシャ語:ἀείρω|上がる
- 古代ギリシャ語:μετέωρος|浮かんでいる、持ち上げられている
- フランス語:météore|流星
- météorite|隕石
- ギリシャ語:μετεωρίτης|隕石
- météorite|隕石
- 英語:meteor|流星
- meteorite|隕石
- フランス語:météore|流星
- 古代ギリシャ語:μετέωρος|浮かんでいる、持ち上げられている
μετεωρίτης - 男性名詞
主な意味
- 隕石
読み方
- メテオリーティス|μετεωρίτης
ラテン文字(ローマ字)表記
- meteoritis
英語訳
- meteorite
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | αερόλιθος | αερόλιθοι |
属格 | αερολίθου | αερολίθων |
対格 | αερόλιθο | αερολίθους |
呼格 | αερόλιθε | αερόλιθοι |
μετεωρίτης - 関連項目
関連ページ
関連カテゴリー
同じ分類 [天文学] の単語
- αστέρας|星、恒星
- αερόλιθος|隕石
- έκλειψη|蝕、食
- άστρο|星
- πεφταστέρι|流れ星
- μετέωρο|流れ星
- αστέρι|星
- φωτεινότητα|明るさ、輝度、光度
- σέλας|オーロラ、光、輝き
同じ品詞 [男性名詞] の単語
- Βοώτης|うしかい座
- ποταμός|川、河川
- σκορπιός|蠍、さそり座
- δημιουργός|神、創造主、職人
- άντρας|男性、夫
- αδάμας|ダイヤモンド
- υάκινθος|ヒヤシンス
- καθρέφτης|鏡、ミラー
- Σατανάς|悪魔、魔王、サタン
- φασιανός|キジ、雉