έκλειψη(エクリプシ・エークリプシ)は「蝕、食」という意味の女性名詞です。
目次
έκλειψη(エクリプシ・エークリプシ)- 語源・由来
- 印欧祖語:離れる、去る
- 古代ギリシャ語:λείπω|離れる、去る
- ギリシャ語:λείπω |欠席する、不在にする、(人が)いなくて寂しく思う
- 古代ギリシャ語:ἐκ-|名詞化の接頭辞(outの意味)
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語:ἔκλειψις|消失、消滅(特に天体の食のこと)
- ギリシャ語:έκλειψη|食、蝕
- ラテン語:eclīpsis
- 古フランス語:eclipse
- 英語:eclipse|食、蝕
- 古フランス語:eclipse
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語:ἔκλειψις|消失、消滅(特に天体の食のこと)
- 古代ギリシャ語:λείπω|離れる、去る
έκλειψη - 名詞(女性名詞)
主な意味
- 食、蝕
食とはある天体が別の天体の動きによって隠される天文現象である。蝕と表記する場合がある。
Wikipedia - 食(天文)
読み方
- エクリプシ・エークリプシ|έκλειψη
ラテン文字(ローマ字)表記
- ekleipsi
英語訳
- eclipse
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | έκλειψη エクリプシ・エークリプシ | εκλείψεις エクリープシス |
属格 | έκλειψης εκλείψεως | εκλείψεων |
対格 | έκλειψη | εκλείψεις |
呼格 | έκλειψη | εκλείψεις |
関連用語
月食(月蝕)
- έκλειψη σελήνης
エクリプシ セリーニス
月食(月蝕)
- σεληνιακή έκλειψη
セレニアキ エクリプシ
月食(月蝕)
- ολική έκλειψη σελήνης
オリキ エクリプシ セリーニス
皆既月食(月蝕)
- ολική σεληνιακή έκλειψη
オリキ セレニアキ エクリプシ
皆既月食(月蝕)
- μερική έκλειψη σελήνης
メリキ エクリプシ セリーニス
部分月食(月蝕)
- μερική σεληνιακή έκλειψη
メリキ セレニアキ エクリプシ
部分月食(月蝕)
日食(日蝕)
- έκλειψη ηλίου
エクリプシ イリウ
日食(日蝕)
- ηλιακή έκλειψη
イリアキ エクリプシ
日食(日蝕)
- ολική έκλειψη ηλίου
オリキ エクリプシ イリウ
皆既日食(日蝕)
- ολική ηλιακή έκλειψη
オリキ イリアキ エクリプシ
皆既日食(日蝕)
- μερική έκλειψη ηλίου
メリキ エクリプシ イリウ
部分日食(日蝕)
- μερική ηλιακή έκλειψη
メリキ イリアキ エクリプシ
部分日食(日蝕)
- δακτυλιοειδής έκλειψη (ηλίου)
ダクティリオイディス エクリプシ(イリウ)
金環食(金環日食(日蝕))
- υβριδική έκλειψη (ηλίου)
イヴリディキ エクリプシ(イリウ)
金環皆既食(金環皆既日食(日蝕))
έκλειψη(エクリプシ・エークリプシ)- 関連項目
同じ分類 [天文学] の単語
- φωτεινότητα|明るさ、輝度、光度
- βολίδα|火球、投射物
- διάστημα|間隔・隔たり・期間、空白・スペース、宇宙・宇宙空間・外宇宙、音程
- ημερολόγιο|暦、カレンダー、日記・日誌(帳)
- δακτύλιος|輪・環・わっか・環(かん)
- μετεωρίτης|隕石
- μετέωρο|流れ星
- στέμμα|冠・王冠・ティアラ、(太陽の)コロナ
- κόσμος|宇宙、コスモス、世界、地球、人々、社会
- αστέρι|星
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- κανέλα|シナモン(スパイス)
- νεκροκεφαλή|ドクロ・髑髏、スカル、頭蓋骨
- οικονομία|経済
- ευτυχία|幸福、満足、幸せ、幸運
- πέτρα|岩、石
- φλόγα|炎・火炎
- ώρα|…時、時間
- λατρεία|崇拝、大きな愛、愛する人
- γαρδένια|クチナシ、梔子
- ζωή|命・生命(一生・生涯・寿命)、生、生活、人生
同じ品詞 [女性名詞-η-εις] の単語
- ενσυναίσθηση|共感、エンパシー
- ανάφλεξη|発火、点火
- φύση|自然、性質
- μακροημέρευση|長寿、長命、長生き
- συγκέντρωση|集中、集まり、収集、濃度
- γνώση|知識
- ανάσταση|復活、再生
- σύγκρουση|争い、衝突
- χαλάρωση|リラクゼーション、リラックスすること