βαθμολογία(ヴァスモロギア・ヴァトゥモロギア)は「成績、等級、評点、評価、採点」という意味の女性名詞です。
目次
βαθμολογία(ヴァスモロギア・ヴァトゥモロギア)- 語源・由来
βαθμολογώ(評価する、採点する)と、名詞形成の接尾辞-ίαから。
評価の結果(成績、等級、評点)、あるいはそれらを定める行為(評価、採点)を表します。
Στον έλεγχο είχα καλή βαθμολογία.
試験ではいい成績を収めた。
I got a good grade in the exam.
H εθνική μας ομάδα πέρασε στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας.
我が国の代表チームはランキング2位に浮上した。
Our national team moved to the second place in the ranking.
H βαθμολογία των γραπτών είναι κουραστική.
論文の評価は疲れる。
Grading the papers is tiring.
βαθμολογία(ヴァスモロギア・ヴァトゥモロギア)- 関連項目
同じ分類 [学問] の単語
同じ品詞 [女性名詞] の単語
- γυναίκα|女性、妻
- φωτεινότητα|明るさ、輝度、光度
- συμπάθεια|同情、思いやり、シンパシー、共感
- αρχιτεκτονική|建築
- αναλήθεια|嘘、不真実
- ανασαιμιά|呼吸、息、息抜き、休息
- ανατολή|東、夜明け
- εφημερίδα|新聞
- ελευθερία|自由
- κλωστή|糸
同じ品詞 [女性名詞-α-ες] の単語
- βιολέτα|スミレ
- φλόγα|炎・火炎
- βερικοκιά|アンズの木
- καταιγίδα|雷雨
- πυγολαμπίδα|ホタル、蛍
- συμπόνια|同情、哀れみ、慈しみ、共感
- θεότητα|神・女神、神々、神性、神格
- τουλίπα|チューリップ
- έρευνα|研究、調査
- παροιμία|ことわざ、諺
関連カテゴリー
βαθμολογία(ヴァスモロギア・ヴァトゥモロギア)- 女性名詞
主な意味
- 成績、等級、評点、評価、採点
読み方
- ヴァスモロギア・ヴァトゥモロギア|βαθμολογία
ラテン文字(ローマ字)表記
- vathmologia
英語訳
- grade, grading
語形変化
単数 | 複数 | |
---|---|---|
主格 | βαθμολογία ヴァスモロギア・ヴァトゥモロギア | βαθμολογίες ヴァスモロギエス・ヴァトゥモロギエス |
属格 | βαθμολογίας ヴァスモロギアス・ヴァトゥモロギアス | βαθμολογιών ヴァスモロギオン・ヴァトゥモロギオン |
対格 | βαθμολογία | βαθμολογίες |
呼格 | βαθμολογία | βαθμολογίες |