ακτινοβολώ

当ページのリンクには広告が含まれています。

ακτινοβολώ(アクティノヴォロー)は「照らす、発光する、輝く、放射する」という意味の動詞です。

目次

ακτινοβολώ(アクティノヴォロー)- 語源・由来

「光線+放射する」の意味。

  • 古代ギリシャ語:ἀκτίς|光線、ビーム
    • ギリシャ語:ακτίνα|光線、ビーム
  • 古代ギリシャ語・ギリシャ語:βάλλω|投げる、打つ
    • 古代ギリシャ語:-βολῶ|繰り返しの放射、発射を表す接尾辞
      • ギリシャ語:-βολώ|同上
    • 古代ギリシャ語(コイネー):ἀκτινοβολῶ|光線を放つ、輝く
      • ギリシャ語: ακτινοβολώ | 照らす、発光する、輝く、放射する

ακτινοβολώ(アクティノヴォロー)- 関連項目

同じ分類 [光と闇] の単語

同じ品詞 [動詞] の単語

関連ページ

関連カテゴリー

ακτινοβολώ(アクティノヴォロー)- 動詞

主な意味

  1. 照らす、発光する、輝く、放射する
  2. 輝く(比喩的に)

読み方

  • アクティノヴォロー|ακτινοβολώ

ラテン文字(ローマ字)表記

  • aktinovolo

英語訳

  1. emit (light), shine, beam
  2. shine

語形変化

能動態

過去時制非過去時制
非完結相非完結過去形現在形
一単ακτινοβολούσαακτινοβολώ
二単ακτινοβολείςακτινοβολείς
三単ακτινοβολείακτινοβολεί
一複ακτινοβολούμεακτινοβολούμε
二複ακτινοβολείτεακτινοβολείτε
三複ακτινοβολούν(ε)ακτινοβολούν(ε)
完結相完結過去形従属形
一単ακτινοβόλησαακτινοβολήσω
二単ακτινοβόλησεςακτινοβολήσεις
三単ακτινοβόλησεακτινοβολήσει
一複ακτινοβολήσαμεακτινοβολήσουμε
二複ακτινοβολήσατεακτινοβολήσετε
三複ακτινοβόλησαν
ακτινοβολήσαν(ε)
ακτινοβολήσουν(ε)
非完結命令形
二単-
二複ακτινοβολείτε!
完結命令形
二単ακτινοβόλησε!
二複ακτινοβολήστε!
不定詞
-ακτινοβολήσει
動名詞
-ακτινοβολώντας
  • 未来表現:
    • 非完結未来形:θα 現在形
    • 完結未来形:θα 従属形
    • 未来完了形:θα 現在完了形
  • 条件:
    • θα 非完結過去形
  • 完了条件:
    • θα 過去完了形
  • 完了相×過去・非過去時制:
    • 過去完了形:είχα, είχες… 不定詞
    • 現在完了形:έχω, έχεις… 不定詞
    • 未来完了形:θα έχω, έχεις… 不定詞
  • 完了分詞:
    • έχοντας 不定詞

用例

Ο ήλιος ακτινοβολεί.
オ イリオス アクティノヴォリー
太陽が輝いている。
The sun is shining.

Το κορίτσι ακτινοβολούσε.
ト コリーツィ アクティノヴォルーセ
その少女は輝いていた(比喩的に)。
The girl was shining.

著:山口 大介, イラスト:北島 志織
¥1,650 (2024/04/10 10:46時点 | Amazon調べ)
  • URLをコピーしました!
目次