ακτινοβολώ(アクティノヴォロー)は「照らす、発光する、輝く、放射する」という意味の動詞です。
目次
ακτινοβολώ - 語源・由来・派生
「光線+放射する」の意味。
- 古代ギリシャ語: ἀκτίς | 光線、ビーム
- ギリシャ語: ακτίνα | 光線、ビーム
- 古代ギリシャ語・ギリシャ語: βάλλω | 投げる、打つ
- 古代ギリシャ語: -βολῶ | 繰り返しの放射、発射を表す接尾辞
- ギリシャ語: -βολώ | 同上
- 古代ギリシャ語(コイネー): ἀκτινοβολῶ | 光線を放つ、輝く
- ギリシャ語: ακτινοβολώ | 照らす、発光する、輝く、放射する
- 古代ギリシャ語: -βολῶ | 繰り返しの放射、発射を表す接尾辞
ακτινοβολώ - 動詞
主な意味
- 照らす、発光する、輝く、放射する
- 輝く(比喩的に)
読み方
アクティノヴォローακτινοβολώ
ラテン文字(ローマ字)表記
aktinovolo
英語訳
- emit (light), shine, beam
- shine
語形変化
現在時制
非完結相 | 非定形 | |
---|---|---|
一単 | ακτινοβολώ | ακτινοβολήσω |
二単 | ακτινοβολείς | ακτινοβολήσεις |
三単 | ακτινοβολεί | ακτινοβολήσει |
一複 | ακτινοβολούμε | ακτινοβολήσουμε |
二複 | ακτινοβολείτε | ακτινοβολήσετε |
三複 | ακτινοβολούν(ε) | ακτινοβολήσουν(ε) |
過去時制
非完結相 | 非定形 | |
---|---|---|
一単 | ακτινοβολούσα | ακτινοβόλησα |
二単 | ακτινοβολείς | ακτινοβόλησες |
三単 | ακτινοβολεί | ακτινοβόλησε |
一複 | ακτινοβολούμε | ακτινοβολήσαμε |
二複 | ακτινοβολείτε | ακτινοβολήσατε |
三複 | ακτινοβολούν(ε) | ακτινοβόλησαν ακτινοβολήσαν(ε) |
未来表現
非完結相 | 完結相 | |
---|---|---|
一単 | θα ακτινοβολώ | θα ακτινοβολήσω |
二単 | θα ακτινοβολείς | θα ακτινοβολήσεις |
三単 | θα ακτινοβολεί | θα ακτινοβολήσει |
一複 | θα ακτινοβολούμε | θα ακτινοβολήσουμε |
二複 | θα ακτινοβολείτε | θα ακτινοβολήσετε |
三複 | θα ακτινοβολούν(ε) | θα ακτινοβολήσουν(ε) |
現在時制・完了相
一単 | έχω ακτινοβολήσει |
---|---|
二単 | έχεις ακτινοβολήσει |
三単 | έχει ακτινοβολήσει |
一複 | έχουμε ακτινοβολήσει |
二複 | έχετε ακτινοβολήσει |
三複 | έχουν(ε) ακτινοβολήσει |
過去時制・完了相
一単 | είχα ακτινοβολήσει |
---|---|
二単 | είχες ακτινοβολήσει |
三単 | είχε ακτινοβολήσει |
一複 | είχαμε ακτινοβολήσει |
二複 | είχατε ακτινοβολήσει |
三複 | είχαν(ε) ακτινοβολήσει |
未来・完了相
一単 | θα έχω ακτινοβολήσει |
---|---|
二単 | θα έχεις ακτινοβολήσει |
三単 | θα έχει ακτινοβολήσει |
一複 | θα έχουμε ακτινοβολήσει |
二複 | θα έχετε ακτινοβολήσει |
三複 | θα έχουν(ε) ακτινοβολήσει |
命令
非完結相 | 完結相 | |
---|---|---|
二単 | ακτινοβόλει! アクティノヴォーリ | ακτινοβόλησε! |
二複 | ακτινοβολείτε! | ακτινοβολήστε! |
用例

Ο ήλιος ακτινοβολεί.
オ イリオス アクティノヴォリー
太陽が輝いている。
The sun is shining.



Το κορίτσι ακτινοβολούσε.
ト コリーツィ アクティノヴォルーセ
その少女は輝いていた(比喩的に)。
The girl was shining.
ακτινοβολώ - 関連項目
関連ページ
関連カテゴリー
同じ分類 [光と闇] の単語
- σέλας|オーロラ、光、輝き
- φωτεινότητα|明るさ、輝度、光度
- σκοτάδι|闇、暗闇、薄暗闇、薄暗がり
- σελήνη|月、衛星、セレーネ
- λαμπυρίζω|キラキラと輝く、光を発する
- λάμπω|輝く
- φως|光(可視光)視力、ライト、電気
- σκιά|影、陰
- φωτεινός|明るい、輝いた
- ίσκιος|影、陰